- γλαφυρία
- γλαφυρία, η (Α) [γλαφυρός]1. στιλπνότητα, λειότητα2. (στα μαθηματικά) σαφήνεια3. (για το ύφος) η γλαφυρότητα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλαφυρίας — γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρίᾱς , γλαφυρία elegance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρίαν — γλαφυρίᾱν , γλαφυρία elegance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)